- αμυλική αλκοόλη
- Γενική ονομασία των κορεσμένων, μονοσθενών αλκοολών του τύπου C5H11OH. Είναι σώματα υγρά, αδιάλυτα στο νερό, διαλυτά στον αιθέρα, με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή και υψηλό σημείο βρασμού. Οξειδώνονται και σχηματίζουν αλδεΰδες (και οξέα) ή κετόνες, ανάλογα με τη μορφή του υδροξυλίου τους. Υπάρχουν οκτώ ισομερείς α.α., τέσσερις πρωτοταγείς, τρεις δευτεροταγείς και μία τριτοταγής. Οι τρεις από αυτές έχουν ένα ασύμμετρο άτομο άνθρακα και δίνουν οπτικά ενεργές μορφές στο πολωμένο φως. Οι πιο σημαντικές από τις α.α. είναι: α) η ισοαμυλική αλκοόλη ή ισοβουτυλοκαρβινόλη, (CH3)2 CH-CH2-CH2OH, υγρό άχρωμο, με δυσάρεστη οσμή, σημείο βρασμού 131°C και πυκνότητα 0,814 gr/cm3· αποτελεί το κύριο κλάσμα της α.α. που απομονώνεται από τα ζυμέλαια· β) η οπτικά ενεργή α.α. C2H5-CH(CH3)-CH2OH που στρέφει προς τα αριστερά το επίπεδο του πολωμένου φωτός· βρίσκεται στην α.α. που παρασκευάζεται με ζύμωση. Όλες οι α.α. χρησιμοποιούνται για την παρασκευή απορρυπαντικών (συνήθως μετά από σουλφόνωση), ως διαλύτες στην παρασκευή βερνικιών και χρωμάτων και για την παρασκευή σύνθετων εστέρων (οξικός αμυλεστέρας, οξικός ισαμυλεστέρας κ.ά.) που είναι χρήσιμοι στην αρωματοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.